περιρραφή

περιρραφή
η обшивка (действие)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "περιρραφή" в других словарях:

  • περιρραφή — η, Ν [περιρράπτω] 1. η ραφή γύρω από κάτι, η ραφή κομματιού υφάσματος αφού τό αναδιπλώσουμε, το στρίφωμα, το ρέλιασμα 2. ιατρ. η περίπαρση …   Dictionary of Greek

  • απολίνωση — Το δέσιμο αιμοφόρου αγγείου με σκοπό τη διακοπή της ροής του αίματος. Η α. γίνεται σε περιπτώσεις αιμορραγίας, για τη θεραπεία ανευρυσμάτων και για την αναίμακτη διαίρεση τμημάτων των ιστών. Το νήμα που χρησιμοποιείται συνήθως για την περίδεση… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»